πενταγώνων

πενταγώνων
πεντάγωνος
pentagonal
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πενταγωνισμός — ο, ΝΑ φρ. «κατά πενταγωνισμό(ν)» κατά τον τρόπο τών πενταγώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντάγωνος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάεδρο — Στερεό που έχει δώδεκα έδρες. Αν οι έδρες αυτές είναι κανονικά πεντάγωνα και οι στερεές γωνίες τους είναι ίσες μεταξύ τους, τότε το δ. ονομάζεται κανονικό. Ανάμεσα στα άπειρα πολύεδρα του χώρου, υπάρχουν πέντε κανονικά. To κανονικό δ. είναι ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”